- ζευγίον
- ζευγίον, τό,=A
ζυγόν 111.2
, IG11(2).287A51 (iii B.C.),12(5).872.37 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζυγόν 111.2
, IG11(2).287A51 (iii B.C.),12(5).872.37 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζευγίον — ζευγίον, τὸ (Α) το λίθινο ανώφλι ή κατώφλι τής διπλής πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος. Αναφέρεται στα δύο φύλλα τής πόρτας] … Dictionary of Greek
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek